ὀφθαλμός Heph.Astr.1.1
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευήδονος — εὐήδονος, ον (ΑΜ) αυτός που προκαλεί ευχαρίστηση, χαριτωμένος («κήπους ὡραίους καὶ εὐηδόνους κεκτήμενος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ήδονος < ηδονή] … Dictionary of Greek
εὐήδονος — attractive masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)